- γεροία
- γεροῑα, τα (Α)διηγήσεις ή άσματα τού παλιού καιρού.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γεροία (πιθ. να πρέπει να αναγνωριστεί Fεροῑα) προέρχεται από ένα κύριο όνομα Γέρως (< γέρων), ως υστερογενής ονοματικός σχηματισμός κατά τα επίθετα σε -οιος.
Dictionary of Greek. 2013.